2. Απολιθώματα από το Πλειόκαινο και εντεύθεν
Με την είσοδο στο Πλειόκαινο τα ευρήματα των ανθρωπιδών περιορίζονται μόνο στην Αφρική, έως περίπου τα 2 εκ. έτη, όπου γίνεται πλέον ξεκάθαρα η εμφάνιση του γένους Homo ταυτόχρονα σχεδόν στην Ευρασία και την Αφρική [32,33,34]. Μερικά από τα πιο πρώιμα αφρικανικά ευρήματα του Πλειοκαίνου αποδίδονται στο γένος των Αυστραλοπίθηκων οι οποίοι θεωρούνται από τους περισσότερους παλαιοανθρωπολόγους ως πρόγονοι των σύγχρονων ανθρώπων. Οι Αυστραλοπίθηκοι ήταν δίποδα όντα (βεβαίως όχι με την σύγχρονη μορφή του διποδισμού) και είχαν μια χωρητικότητα εγκεφάλου κατά προσέγγιση όπως αυτή των σύγχρονων πίθηκων. Περεταίρω παρουσιάζουν και κάποια άλλα παραγόμενα χαρακτηριστικά προς τους ανθρώπους. Η Μεγαδοντία (μεγάλο μέγεθος δοντιών) είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό εμφανές σε όλους τους Αυστραλοπιθήκους (απών στον Ardipithecus). Υπάρχουν δύο ευδιάκριτες κατηγορίες Αυστραλοπιθήκων: οι λεγόμενοι «λεπτοί» (gracile) και οι «εύρωστοι» (robusts). Τα κρανία των πρώτων έχουν λεπτότερα χαρακτηριστικά προσώπου, ενώ οι δεύτεροι έχουν μεγάλα σαγόνια και ισχυρά μεγάλα δόντια. Η γερή μορφή θεωρείται πλέον ένα χωριστό γένος που του αποδίδεται το όνομα Paranthropus. Είναι χαρακτηριστικό ότι παρά τα αρκετά είδη και γένη ανθρωπιδών που εμφανίζονται στο αρχείο των απολιθωμάτων του Πλειοκαίνου, απολιθώματα τα οποία να σχετίζονται με τον γορίλα και τον χιμπαντζή, δεν έχουν βρεθεί (ή τουλάχιστον δεν έχουν ταξινομηθεί ως τέτοια). Κατά χρονολογική σειρά τα ευρήματα αυτά είναι τα εξής:
1. Ο Australopithecus anamensis ανακαλύφθηκε το 1994 στις θέσεις Kanapoi και Allia Bay κοντά στην λίμνη Turkana της Κένυα [35]. Η ηλικία του είναι καλά εκτιμώμενη σε 4,1 εκ. έτη για τα δείγματα από το Kanapoi και 3.9 για τα δείγματα από το Allia Bay. Η ανακάλυψη αυτή συνίσταται σε κρανιο-οδοντικά τμήματα και κάποιο σκελετικό υλικό, όπως μια κνήμη η οποία του καταλογίζει την πιθανότητα ικανότητας διποδισμού. Πολλοί θεωρούν ότι κατάγεται από τον Ardipithecus, εντούτοις αν και σχεδόν σύγχρονος του τελευταίου, διαφέρει σε οδοντικά και κρανιακά στοιχεία και κυρίως στο παχύτερο σμάλτο (ο Ardipithecus έχει λεπτότερο) που είναι χαρακτηριστικό όλων των μετέπειτα ανθρωποειδών. Οι κύριες διαφορές μεταξύ A. anamensis και του λίγο μεταγενέστερου A. afarensis αφορούν την μορφολογία της κάτω γνάθου και λεπτομέρειες της οδοντοστοιχίας. Το χαμηλότερο άκρο της κνήμης του Α. anamensis είναι με διάφορους τρόπους παραγόμενο και συσχετίζεται με το κάθετο περπάτημα, έτσι ώστε να θεωρείται «διποδιστής», βεβαίως όχι με τον τρόπο που περπατούν οι σύγχρονοι ανθρωποι, αλλά με ένα πρώιμο πρωτόγονο διποδισμό. Από την άλλη, στοιχεία από τα άνω άκρα του δείχνουν ότι αναρριχιόταν στα δέντρα [32]. Η μάζα του σώματός του υπολογίζεται σε 50 χλγ. Τα οδοντικά του στοιχεία προτείνουν ότι τρεφόταν με σκληρές τροφές όπως ο Ouranopithecus, αν και οι σχετικά μεγάλοι κοπτήρες του δείχνουν ότι ήταν κυρίως φρουτοφάγος. Ο βιότοπός του ήταν ανοικτές δασώδεις εκτάσεις, αντίθετα από τις κλειστά δασωμένες εκτάσεις του Ardipithecus [36]. Είναι σημαντικό επίσης να σημειώσουμε σε αυτό το σημείο ότι μαζί με τα απολιθώματα του A. anamensis βρέθηκαν υδρόβια ερπετά και ψάρια στο ίδιο στρώμα, ενώ τα παλαιοοικολογικά στοιχεία στο Allia Bay δείχνουν παραποτάμιο βιότοπο [36].
2. O Australopithecus afarensis (Tim White and Don Johanson, 1978), είναι πλέον ο καλύτερα τεκμηριωμένος ανθρωπίδας του Πλειοκαίνου. Είναι γνωστός από 300 περίπου τμηματικά δείγματα όπως μεταξύ άλλων ένα κρανίο(εικόνα 9), ουσιαστικά τεμάχια διάφορων κρανίων, πολλά χαμηλότερα σαγόνια και ικανοποιητικά οστά άκρων, και ένα σχεδόν πλήρη θηλυκό σκελετό, της διάσημης “Lucy”.Τα περισσότερα ευρήματα του έχουν βρεθεί με συνέπεια στο Hadar της Αιθιοπίας και μερικά στο Laetoli, στην Τανζανία. Το αρχείο απολιθωμάτων του Α. afarensis είναι καλύτερα γνωστό από τα 3,4 έως 3,0 εκ. ετών ιζήματα στο Hadar, ενώ παλαιότερα υπολείμματα είναι γνωστά από το Laetoli (3,7 εκ. έτη) και το Fejej στην Αιθιοπία ( 4,2 εκ. έτη- Kappelman et al.1996). Κατά συνέπεια ο Α. afarensis είναι προς το παρόν πολύ καλύτερα τεκμηριωμένος από τους Α. ramidus ή A. anamensis. Όλα αυτά μας επιτρέπουν μια αξιόπιστη εκτίμηση του αναστήματος και της μάζας σώματος του Α. afarensis που υπολογίζεται σε 25 χλγ. για τα θηλυκά και 50 χλγ για τα αρσενικά. Ο κατ' εκτίμηση όγκος εγκεφάλου του A.afarensis είναι μεταξύ 375 και 540 κ.εκ., με έναν μέσο όρο 470 κ.εκ.. Είναι έτσι μεγαλύτερος από το μέσο μέγεθος εγκεφάλου ενός χιμπατζή, αλλά, εάν οι εκτιμήσεις του μεγέθους σωμάτων του Α. afarensis είναι αρκετά σωστές, τότε, σε σχέση με την μάζα σωμάτων, το σχετικό μέγεθος εγκεφάλου του A.afarensis δεν είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό του χιμπαντζή (για σύγκριση ο σημερινός άνθρωπος έχει αντίστοιχη χωρητικότητα 1000-2000 κ.έ.).
Όλες οι συστηματικές αξιολογήσεις του Α. afarensis έχουν τονίσει την πρωτόγονο φύση του κρανίου και της οδοντοστοιχίας του. Σκελετικά, ο A. afarensis παρέχει το πρώτο στοιχείο ότι, με εξαίρεση τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των άκρων, τα σχετικά με το διποδισμό, οι αυστραλοπίθηκοι διατηρούν μια γενικά πιθηκοειδή σκελετική μορφή σχεδίου και σωμάτων [32]. Η μορφή της λεκάνης και των κάτω άκρων προτείνει ότι ο Α. afarensis προσαρμόστηκε στο δίποδο περπάτημα. Αυτά τα έμμεσα στοιχεία για τη μετακίνηση του A. afarensis συμπληρώνονται από την ανακάλυψη, στο Laetoli (Leakey & Hay, 1979), αρκετών απολιθωμένων ιχνών, ηλικίας 3,7 εκ.ετών (εικόνα 1.4.5). Αυτά παρέχουν έμμεσα στοιχεία ότι ο Α.afarensis, ή ένα άλλος σύγχρονος του ανθρωπίδας, ήταν ικανός για δίποδη μετακίνηση. Το μέγεθος των ιχνών και το μήκος του διασκελισμού, είναι συνεπή με τις εκτιμήσεις αναστήματος που είναι βασισμένες στις πληροφορίες από τα οστά των άκρων του A. afarensis. Αυτά προτείνουν ότι το ύψος των ατόμων σε αυτό το πρόωρο ανθρώπινο είδος ήταν μεταξύ 1 και 1,5 μέτρο. Η συζήτηση συνεχίζεται ακόμη ως προς το εάν ο δίποδος βηματισμός του A.afarensis ήταν σαν αυτόν στους σημερινούς ανθρώπους ή όχι, εντούτοις τελικά φαίνεται ότι ήταν εξοικιωμένος με έναν πρωτόγονο διποδισμό, για μετακινήσεις μικρής εμβέλειας με σημαντικό ενεργειακό κόστος [32]. Κάποια άλλα χαρακτηριστικά του, όπως οι ελαφρώς κεκαμμένες φάλαγγες των άνω άκρων του, δείχνουν ότι θα μπορούσε να αναρριχάται στα δέντρα (για έναν ευρύ σχολιασμό των απόψεων αυτών, Carol Ward 2002 [37]). Ο βιότοπός του ήταν ανοιχτά δάση κοντά σε ποτάμια ή λίμνες. Το παχύ σμάλτο του Α. afarensis στα δόντια μάγουλων προτείνουν ότι σκληροί καρποί, σπόροι, και σκληρά φρούτα μπορεί να ήταν ένα σημαντικό συστατικό της διατροφής αυτού του είδους.